- αἴθρην
- αἴθρηναἴθρηclear sky: fem acc sg (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
Αἴθρην — Αἴθρη clear sky fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρην — αἴθρη clear sky fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωρίζω — και αττ. τ. ξυνωρίζω Α [συνωρίς, ίδος] 1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό 2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ αἴθρην», Μαν.) 3. (το β εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου (ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό … Dictionary of Greek